Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὴν ἐνέδραν

См. также в других словарях:

  • παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • εξανίστημι — (AM ἐξανίστημι, Μ και ἐξανιστῶ) μέσ. 1. εξανίσταμαι σηκώνομαι από τη θέση μου, πετάγομαι επάνω 2. συνεκδ. σηκώνομαι για να διαμαρτυρηθώ, δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι μσν. ἐξανιστῶ ανασταίνω αρχ. 1. σηκώνω κάποιον από τη θέση του… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • επανέρχομαι — (AM ἐπανέρχομαι) 1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.) 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο) νεοελλ. αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»